σελινούσιος

σελινούσιος
(I)
-ία, -ον, Α
1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα τού σέλινου
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία
κράμβης εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα].
————————
(II)
-ία, -ον, Α [Σελινοῡς]
φρ. α) «σελινούσιος πυρός» — σιτάρι από τον Σελινούντα
β) «γῆ σελινουσία» — χώμα με το οποίο νοθευόταν το ινδικό, το λουλάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σελινούσιος — celery leaved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίων — σελινούσιος celery leaved fem gen pl σελινούσιος celery leaved masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίης — σελινούσιος celery leaved fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίοις — σελινούσιος celery leaved masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίους — σελινούσιος celery leaved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινούσιαι — σελινούσιος celery leaved fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινούσιοι — σελινούσιος celery leaved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσία — σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc/acc dual σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίας — σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem acc pl σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίαν — σελινουσίᾱν , σελινούσιος celery leaved fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”